- σαράπι
- σαράπῑ , σάραπιςOsiris-Apisfem dat sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σάραπι — Σάραπις Osiris Apis fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάραπι — σάραπις Osiris Apis fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσαραπιαστής — ὁ, Α αυτός που λατρεύει τον θεό Σάραπι μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σαραπιαστής «αυτός που λατρεύει τον θεό Σάραπι»] … Dictionary of Greek
σαραπιακός — ή, όν, Α [Σάραπις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σάραπι 2. φρ. «φανίον σαραπιακόν» ονομασία εμπλάστρου … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Κορίνθου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κορίνθου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλευρά του αρχαιολογικού χώρου, χτίστηκε το 1931 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, με δωρεά της Ada Small Moore. Μέσα από τα ευρήματα της αξιόλογης συλλογής που… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ρεθύμνου — H ιστορία της πρώτης αρχαιολογικής συλλογής του Pεθύμνου ξεκίνησε το 1888, με πρωτοβουλία του Eλληνικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Pεθύμνης. Mέχρι το 1990 το μουσείο στεγαζόταν στη Λότζια, στο κέντρο της παλιάς πόλης. Tότε η συλλογή μεταφέρθηκε… … Dictionary of Greek